λυσσάζω

λυσσάζω
και λυσσιάζω (Μ λυσσάζω και λυσσιάζω) [λύσσα]
1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα
2. έχω μεγάλη επιθυμία για κάτι, επιζητώ κάτι με μανία («λύσσαξε ώσπου να τόν παντρευτεί»)
3. κατέχομαι από μανιώδη οργή
νεοελλ.
φρ. «τόν λύσσαξα στο ξύλο» — τόν έδειρα άγρια
μσν.
φρ. «λυσσιάζω εἰς κάποιον» — ξεσπώ με μανία εναντίον κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυσσάζω — και λυσσιάζω λύσσ(ι)αξα, λυσσ(ι)ασμένος 1. προσβάλλομαι από λύσσα. 2. κυριεύομαι από μεγάλη οργή ή πάθος, γίνομαι μανιακός: Λύσσαξε από την κακία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυσσώ — λυσσάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλύσσαχτος — και –ιαχτος και –αγος, η, ο [λυσσάζω] 1. αυτός που δεν προσβλήθηκε από λύσσα 2. αυτός που δεν κατέχεται από παράφορες ορμές φιληδονίας, λαγνείας 3. το ουδ. ως ουσ. το αλύσσαχτο είδος αγριόχορτου που προλαβαίνει ή θεραπεύει τη λύσσα (αλλιώς… …   Dictionary of Greek

  • λυσσασμένος — και λυσσιασμένος, η, ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, η, ον) [λυσσάζω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα 2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα τής χαράς και τού κρασιού», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • λυσσασμός — λυσσασμός, ὁ (Μ) [λυσσάζω] μανία, παραφορά …   Dictionary of Greek

  • λυσσιάζω — (Μ λυσσιάζω) βλ. λυσσάζω …   Dictionary of Greek

  • λυσσώ — (AM λυσσῶ, άω, Α και λυσσῶ, όω, αττ. τ. λυττῶ) [λύσσα] (λυσσῶ, άω) 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.) 2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι νεοελλ. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα αρχ. (λυσσῶ, άω… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • λύσσασμα — και λύσσιασμα, το [λυσσάζω] προσβολή από λύσσα …   Dictionary of Greek

  • συλλυσσώμαι — άομαι, Α λυσσάζω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο, προσβάλλομαι κι εγώ από λύσσα μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λυσσῶ (< λύσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”