λυσσάζω — και λυσσιάζω λύσσ(ι)αξα, λυσσ(ι)ασμένος 1. προσβάλλομαι από λύσσα. 2. κυριεύομαι από μεγάλη οργή ή πάθος, γίνομαι μανιακός: Λύσσαξε από την κακία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσώ — λυσσάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλύσσαχτος — και –ιαχτος και –αγος, η, ο [λυσσάζω] 1. αυτός που δεν προσβλήθηκε από λύσσα 2. αυτός που δεν κατέχεται από παράφορες ορμές φιληδονίας, λαγνείας 3. το ουδ. ως ουσ. το αλύσσαχτο είδος αγριόχορτου που προλαβαίνει ή θεραπεύει τη λύσσα (αλλιώς… … Dictionary of Greek
λυσσασμένος — και λυσσιασμένος, η, ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, η, ον) [λυσσάζω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα 2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα τής χαράς και τού κρασιού», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
λυσσασμός — λυσσασμός, ὁ (Μ) [λυσσάζω] μανία, παραφορά … Dictionary of Greek
λυσσιάζω — (Μ λυσσιάζω) βλ. λυσσάζω … Dictionary of Greek
λυσσώ — (AM λυσσῶ, άω, Α και λυσσῶ, όω, αττ. τ. λυττῶ) [λύσσα] (λυσσῶ, άω) 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.) 2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι νεοελλ. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα αρχ. (λυσσῶ, άω… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
λύσσασμα — και λύσσιασμα, το [λυσσάζω] προσβολή από λύσσα … Dictionary of Greek
συλλυσσώμαι — άομαι, Α λυσσάζω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο, προσβάλλομαι κι εγώ από λύσσα μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λυσσῶ (< λύσσα)] … Dictionary of Greek